Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Η διόρθωση του ασεβούς μοναχού

Ένας από τους αδελφούς της ιεράς του Οσίου μονής, ανευλαβής ων και δύσπιστος, εξερνούσεν από την δυσώδη κοιλίαν του του βλάσφημα λόγια κατά του Οσίου, λέγονταάς τον πλανεμένον και κολασμένον, και δεν ήθελε να συνεορτάζη μαζί με τους λοιπούς την ετήσιον εορτήν του Αγίου. Όθεν μια φοράν όπου εώρταζον όλοι οι πατέρες την μνήμην του Οσίου, φεύγοντας αυτός από τον ναόν και από την ιεράν εκείνην ακολουθίαν, επήγεν εις το κελλίον του και εκοιμάτο, και εκεί φαίνεται εις τον ύπνον του ο Άγιος όλος αστραπόμορφος, με πρόσωπον δεδοξασμένον και έκλαμπρον, έχων μαζί του και άλλους δύο από τους πρώτους και ηγιασμένους μαθητάς του, και του λέγει. Δεν σου αρέει αυτή η δόξα ω μιαρέ; Ου δεδόξασται το δεδοξασμένον; Και παρευθύς νεύοντας εις τους μαθητάς του λέγει. βάλλετε κάω αυτόν τον άπιστον, αυτόν τον βλάσφημον. Και βάνοντές τον εκείνοι κάτω, του εφάνη, ότι του εκτύπησεν εις τους πόδας με την ράβδον του μερικές ραβδιές, και από τους πόνους και τον υπέρμετρον φόβον εξυπνήσας, βλέπει τους πόδας του ωσάν να τον επονούσαν. Και εγερθείς ευθύς τρέχει έντρομος εις την εκκλησίαν και πίπτοντας κατά γης, βάνει μετάνοιαν εις τον ηγούμενον, όλος ηλλοιωμένος και, συγχωρήσατέ μοι, πατέρες, φωνάζει. Τώρα εγνώρισα ότι ο Θεός εν αληθεία μεγάλως εδόξασε τον όσιον πατέρα ημών Σίμωνα. Τώρα, τώρα και πιστεύω και προσκυνώ αυτόν, ίσα με τους παλαιούς οσίους Αντώνιον, Ευθύμιον, Σάββαν και τους λοιπούς. Ευχαριστώ σοι, άγιε του Θεού, όπου με ελύτρωσες από την δαιμονιώδη πλάνην μου, και με έβγαλες από την κόλασιν, τον ταλαίπωρον. Ταύτα βοών μετά δακρύων, εδιηγήθη εν μέσω της εκκλησίας την φοβεράν εκείνην δόξαν του Οσίου, και τα εξής εις πλάτος, και όλοι εδόξασαν τον Θεόν, τον μη θέλοντα τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Βίος του Αγίου Σίμωνος του Αθωνίτου" - Έκδοση Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας)

Ένα κήρυγμα τριακόσιες μετάνοιες!

Ο κ. Θωμάς Κ. σήμερα ιερομόναχος στο Άγιον Όρος με ομάδα κληρικών και λαϊκών, επισκέφθηκε τον παπα-Τύχωνα τον Αύγουστο του έτους 1967. Τότε ήταν λαϊκός και ως θεολόγος καθηγητής, κήρυττε στον κόσμο. Γι' αυτό τον ρώτησε εάν πρέπει να κάνει κηρύγματα. Ο Γέροντας τον ρωτά: "πόσο χρόνο έχει;", εννοώντας την ηλικία του. Ο κ. Θωμάς του απαντά: "Τριάντα τέσσερα". Και ο παπα-Τύχων λέγει με τον χαριτωμένο τρόπο του: "Πρέπει παιντί μου, κάτε μέρα κάνει τριακόσια μετάνοια". Ο άλλος λαϊκός κ. Β.Τ. μόλις άκουσε τον μεγάλο γι αυτόν αριθμό μετανοιών γέλασε από απέναντί του. Και ο Γέροντας με γλυκό μειδίαμα του λέγει: "Εσύ κάτε βράδυ πεντακόσια μετάνοια και μόνο ντύο ώρα ύπνο"! Στον κ. Θωμά είπε ακόμη:
- Διαβάσει παιντί μου, πρώτα βιβλίο Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο, Κρυσόστομο, ντύο ώρα μελέτη - ντύο ώρα προσευχή κάτε μέρα και μετά ο,τι έχει καρντία ντώσει άνθρωπο ψύχα.
Δηλαδή αφού μελετήσει καλά τα έργα των πατέρων και προσευχηθεί πολύ, το κήρυγμά του θα είναι προσφορά στις ψυχές των ανθρώπων εκ του περισσεύματος της καρδίας του.
Όπως καθόταν στο πρόχειρο υπαίθριο πέτρινο αρχονταρίκι του παπα-Τύχωνα πίσω από το Κελλί, ο κ. Θωμάς έβλεπε απέναντι τον τάφο που από χρόνια είχε ανοίξει ο παπα-Τύχων και πρόσεξε την επιγραφή στον ξύλινο σταυρό, όπου μεταξύ άλλων έγραφε "ετών 8...". Γεμάτος απορία για τον ογδόντα τον ρωτά: "Γιατί, Γέροντα, ογδόντα; Αν πας ενενήντα;". Αλλά ο παπα-Τύχων, κουνώντας κατηγορηματικά το δάκτυλό του, απάντησε: "Όχι! Παπα-Τύχων ντεν πάει ενενήντα!". Προγνώριζε, δηλαδή, την κοίμησή του, η οποία συνέβη ένα χρόνο μετά την επίσκεψή τους, όταν ο παπα-Τύχων ήταν 84 ετών.
Φεύγοντας, οι επισκέπτες ζήτησαν να τον φωτογραφίσουν. Ο παπα-Τύχων τους λέει: "Περιμένει βάλει σχήμα". Αφού μπήκε μέσα και φόρεσε το σχήμα του, άπλωσε και τη μακριά γενειάδα του, που την έδενε κόμπο και την έβαζε μέσα στο ζωστικό και στάθηκε να τον φωτογραφίσουν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι αναμνήσεις μου από τον παπα-Τύχωνα, Ιερομονάχου Αγαθαγγέλου (Καλαφάτη) - Έκδοσις Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Άγιον Όρος)

Οι μετάνοιες πάνω στα χιόνια και η ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με"

Ο γέρο-Τρύφων, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο χιλιανδαρινό Κελλί Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στις Καρυές, γνωστό ως "Πατερίτσα", επισκέφθηκε κάποτε τον παπα-Τύχωνα στο κελλί του στην Καλιάγρα. Ήταν χειμώνας και ήθελε να τον συμβουλευθεί για κάποιο πνευματικό ζήτημα. Όταν πλησίασε στο Κελλί, βρήκε τον παπα-Τύχωνα έξω πάνω στα χιόνια, ντυμένο πολύ ελαφρά μέσα στο τσουχτερό χειμωνιάτικο κρύο, να κάνει μετάνοιες. Μόλις ο π. Τρύφων τον είδε να ταλαιπωρείται από το πολύ κρύο και να πέφτει μέσα στα χιόνια, τον λυπήθηκε επειδή ήταν ήδη και σε μεγάλη ηλικία και του λέει: "Γέροντα, δεν κρυώνεις". Και τότε ο παπα-Τύχων με παιδική απλότητα και δείχνοντάς του το κομποσχοίνι που κρατουσε, του απαντά: "Γκόσποντι, Ιησού Χριστέ, παμίλουι νάς!". Δηλαδή λέγοντας την ευχή δεν αισθανόταν καθόλου κρύο, αλλά αντίθετα ζεσταινόταν καρδιακά και σωματικά. Το περιστατικό αυτό προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον π. Τρύφωνα και το έλεγε με θαυμασμό σε όλη του τη ζώη.
Αφού μπήκαν στο κελλί και μίλησαν, ο παπα-Τύχων είπε στον π. Τρύφωνα ότι όταν φθάσει ενενηντατριών χρονών θα κοιμηθεί. Η πρόρρηση αυτή δεν ικανοποίησε τον π. Τρύφωνα, γιατί δεν πίστευε ότι έτσι θα γινόταν και ότι θα ζούσε τόσα πολλά χρόνια.
Όμως η ρήση του παπα-Τύχωνα τον συνόδευε πάντοτε. Μάλιστα, όταν πέρασε την ηλικία των ενενήντα δύο ετών και είχε μπει στα ενενήντα τρία, ο γέροντας Τρύφων, επειδή φοβόταν μήπως επαληθευτεί η προφητεία, έλεγε πάντα σε όσους τον ρωτούσαν ότι είναι ενενήντα δύο ετών! Αυτό προκαλούσε την απορία του υποτακτικού του, που αστειευόμενος του έλεγε: "Γέροντα, ανέβα λίγο πιο πάνω!". Πραγματικά η προφητεία επαληθεύτηκε το έτος 2002, όταν ο γέρο-Τρύφων εκοιμήθει εν Κυρίω σε ηλικία ενενηντατριών ετών.

(Απόσπασμα από το βιβλίο "Οι αναμνήσεις μου από τον παπα-Τύχωνα", Ιερομονάχου Αγαθαγγέλου (Καλαφάτη). Έκδοσις Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Άγιον Όρος)

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Ο Γέρων Ιλαρίων (+ 1880)


Ο πατήρ Ιλαρίων ήταν ελληνικής καταγωγής και το έτος 1849 πήγε στη Μονή του οσίου Σάββα του Ηγιασμένου κοντά στα Ιεροσόλυμα όπου έμεινε τέσσερα χρόνια και έγινε ρασοφόρος.
Κατόπιν έζησε εντός της πόλεως των Ιεροσολύμων έως το 1857. Τότε ανεχώρησε για το Άγιον Όρος και έζησε ένα χρόνο περίπου στη Μονή Κουτλουμουσίου. Αναζητώντας έμπειρον Γέροντα, πήγε πρώτα στη Σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης, στο κελλί του Γέροντος, Χαρίτωνος, αλλά δεν έμεινε πολύ μαζί του. Έφυγε για τη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου και από εκεί πάλι μετακόμισε σε καλύβα της Σκήτης της Μικράς Αγίας Άννης ψάχνοντας όλον αυτόν τον καιρό για καθοδηγητή.
Απαντώντας στις εγκάρδιες ευχές του, ο Κύριος του εχάρισε Γέροντα τον π. Γεράσιμο, που τότε ζούσε στα Κατουνάκια. Ο π. Ιλαρίων τον παρακάλεσε να τον ενδύσει το Σχήμα και να τον δεχθεί υπό την καθοδήγησή του. Ο Γέροντας εξεπλήρωσε τον πόθο του π. Ιλαρίωνος, ο οποίος επέστρεψε στο καλύβι του στη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου, και έμεινε δέκα χρόνια.
Κάποτε, όταν οι γείτονες επισκέφθηκαν τον π. Ιλαρίωνα, τον ρώτησαν:
-         Πού είναι καλύτερα να ζει κανείς; Εδώ ή στα Ιεροσόλυμα;
-         Κατά την αδυναμία μου, απάντησε ο Γέροντας, καλύτερα είναι εδώ, επειδή, όταν κάποιος δεν είναι έτοιμος για ο,τιδήποτε, ο τόπος δεν τον προστατεύει. Εκείνος όμως που είναι έτοιμος, έχει την δυνατότητα και εκεί να ζήσει και να είναι παράδειγμα για όλους. Τα μέρη αυτά είναι φυσικά καλύτερα για ησυχία και προσευχή, αν και ο αγώνας εδώ είναι μεγαλύτερος. Προσευχηθείτε στον Χριστό να βάλω καλή αρχή.
-         Δεν είναι πληκτικά και στενόχωρα να ζεις εδώ; Ρώτησαν εν συνεχεία τον Γέροντα
-         Όταν για κάποιες επείγουσες ανάγκες πρέπει να βγω από το καλύβι, τότε πράγματι είναι ανιαρό και άβολο! Είπε αυτός, κοιτάζοντας τους επισκέπτες σοβαρά και με αυστηρότητα.
-         Και η οκνηρία, Γέροντας δεν σε καταλαμβάνει;
-         Αυτή είναι τυρρανική, μαρτυρική! Είπε ο Ιλαρίων, κουνώντας την κεφαλή

Οι επισκέπτες για να τον παροτρύνουν σε περαιτέρω συζήτηση τον ρώτησαν:

-         Πάτερ όταν σε κυριεύσει φοβερή στενοχώρια, που δεν επιτρέπει ούτε να αγωνιστείς εναντίον της – και ο άνθρωπος σε τέτοια κατάσταση φαίνεται σαν να καταστράφηκε εντελώς – τότε με τι παρηγορείσαι αφού είσαι μόνος;
-         Απορρίπτω κάθε ανθρώπινη ελπίδα και αφού συγκεντρωθώ στρέφομαι προς τον Θεό με λύπη. Τότε ο Κύριος παρηγορεί. Ο άνθρωπος όταν ζει μόνος, είναι αναγκασμένος να αγωνίζεται εναντίον  όλων των παθών.

Από τη συζήτηση περί του βίου των εκεί ερημιτών έγινε γνωστό ότι όλοι όσοι ζουν στην ίδια έρημο, αν και μένουν σε διάφορες καλύβες, είναι ομόψυχη και πάντα ο ένας αισθάνεται μεγάλη αγάπη προς τους άλλους.
Μια φορά ένας από τους συνασκητάς ήλθε στον γέροντα Ιλαρίωνα και τον παρεκάλεσε θερμά να μην τον λησμονεί στις προσευχές του, επειδή εκείνο τον καιρό θλιβόταν από την πίεση πολλών πειρασμών για τους οποίους ο Γέροντας είχε κάποια γνώση.

-         Αν δεν υπήρχαν αρετές, του είπε, δεν θα υπήρχαν ούτε τέτοιοι πειρασμοί. Επειδή όμως υπάρχουν, πάντα πρέπει να ακολουθούνται από θλίψεις. Διαφορετικά δεν γίνεται!

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, επειδή τον π. Ιλαρίωνα τον είχαν εγκαταλείψει πλέον οι σωματικές του δυνάμεις, πήγε να ζήσει στην Καψάλα και εκοιμήθει εκεί το 1880.

(Απόσπασμα από το βιβλίο "Αγιορείτες Πατέρες 2" Ιερομονάχου Αντωνίου - Εκδόσεις Ίνδικτος