Ο Γέρο - Πέτρος γεννήθηκε στη Λήμνο το 1891. Φαινόταν από φτωχιά μεν οικογένεια αλλά από σόι αρχοντικό. Γράμματα δεν ήξερε σχεδόν καθόλου, αλλά απέκτησε θείο φωτισμό από τους φιλοτιμους σκληρούς αγώνες του. Από νεαρή ηλικία ζούσε καλογερικά ο κατά κόσμος Γεώργιος, αλλά το Μεγάλο Σχήμα το έλαβε μετά το τριακοστό έτος της ηλικίας του από έναν ευλαβή Γέροντα στον Όσιο Νείλο και πήρε το όνομ του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτου.
Ο Πατήρ Πέτρος είχε φυσική απλότητα και πίστη μεγάλη, τα οποία βλέπει κανείς από τα πρώτα χρόνια της πνευματικής του πορείας. Μου είχε διηγηθεί κάποτε οτι μόλις είχε γίνει Μοναχός, αρρώστησε ο Γέροντας του βαριά. Στεναχωρέθηκε φυσικά πολύ γιατί ένιωθε σαν το μικρό παιδί που κινδυνεύει να χάσει τη μάνα του, ενώ ακόμη θηλάζει. Δεν χασομεράει όμως πηγαίνει στο Ναό και με όλη την παιδική του απλότητα και ευλάβεια λέει στον Όσιο Νείλο:
- Να το ξέρεις Όσιε Νείλε, εάν δεν κάνεις αμέσως καλά τον Γέροντα μου, το κανδήλι σου θα το αφήσω σβηστό.
Ω του θαύματος! Ο Γέροντας έγινε αμέσως καλά, σηκώθηκε και πήγε και αυτός στο Ναό να ευχαριστήσει τον Άγιο και άναψε και εκείνος τα κανδήλια. Έζησε αρκετά χρόνια ο Γέροντας του και τον βοήθησε πνευματικά.
Αργότερα που έμεινε μόνος του, είχε ταλαιπωρηθεί λίγο στις αρχές, γιατί είχε επηρρεασθεί από μερικούς Μοναχούς, που είχαν λίγο αδιάκριτο ζήλο και έριξε τα κοντάρια από τις σημαίες στην Μεγίστη Λαύρα εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για τον Βασιλέα Γεώργιο Β΄ - γιατί έλεγαν οτι δήθεν είναι μασώνος - και δικάστηκε για την συκοφαντία από τις Αρχές του Κράτους με τρία χρόνια εξορία στο νησί Σπιναλόγκα για να υπηρετεί τους λεπρούς. Είχε μετανιώσει όμως γι αυτή την ενέργεια του, όπως μου έλεγε:
-Ενήργησα σαν κοσμικός, Πάτερ Παΐσιε, και όχι σαν Μοναχός. Πολύ βλάφτηκα πνευματικά το διάστημα της εξορίας, γιατί δεν μπορούσα να κάνω τα καλογερικά μου καθήκοντα. Στην επιστροφή του από την εξορία συνταξίδευε με έναν Μοναχό, ο οποίος μου έλεγε οτι ήταν ο Πατήρ Πέτρος κήρυττε μετάνοια στον κόσμο και έλεγε:
-Πρέπει να μετανοήσουμε γιατί ο ΘΕός θα μας τιμωρήσει. Θα αφήσει τους άθεους κομμουνιστάς να μας σφάξουν.
Είχε πληροφορηθεί από τον Θεό το μεγάλο κακό που μας περίμενε εξ αμαρτιών μας, τον εμφύλιο σπαραγμό, μπροστά από χρόνια.
Όταν επέστρεψε στο Άγιον Όρος από την εξορία, δεν κάθισε στον Όσιο Νείλο, γιατί είδε μεγάλη κίνηση. Περνούσαν πολλοί άνθρωποι και δεν έυρισκε ησυχία. Ήρθε στα Κατουνάκια και έμεινε σε ένα Καλύβι στην άκρη της Μικρής Αγίας Άννας. Το Καλυβάκι του δεν φαινόταν καθόλου από τον δρόμο ούτε πόρτα είχε, παρά ένα μακρύ ξύλο που το νόμιζαν για φράχτη. Οι Πατέρες γύρω του τον είχαν σε ευλάβεια γιατί ήταν όλος ευλάβεια και επειδή ήταν κοντός και αδύνατος και με παιδική απλότητα και ευαισθησία, όλοι τον φώναζαν "Πετράκη". Όταν τον έβλεπε κανείς με το λεπτό και φωτεινό του πρόσωπο να σκύβει κάτω, όταν μιλούσε πράγματι ήταν σαν ένα μικρό παιδι.
Τον παιδικό του αυτό χαρακτήρα τον διετήρησε μέχρι τα εξήντα επτά του χρόνια που ανευπάθη.
Ενώ οι Πατέρες τον πλησίαζαν για να ωφεληθούν εκείνος τους απέφευγε γιατί ντρεπόταν και κοκκίνιζε. Όταν δεν μπορούσε να ξεφύγει απαντούσε με λίγα λόγια αλλά πολύ φωτισμένα. Δυσκολευόταν να έχει επαφές με τους ανθρώπους γι αυτό κλεινόταν στο κελλί του και μιλούσε συνέχεια με τον Θεό με την αδιάλειπτη προσευχή.
Όταν πήγαιναν οι Πατέρες και χτυπούσαν δεν άνοιγε. Και όταν του άφηναν ευλογίες, τις άφηνε κι αυτές εκεί έξω, τις οποίες έβλεπαν σαπισμένες οι άλλοι, και άλλη φορά δεν του πήγαιναν τίποτα, αλλά τις πήγαιναν σε άλλους Πατέρες. Οι αδελφοί γύρω του έλεγαν στον Γέρο Πέτρο:
Ο Πατήρ Πέτρος είχε φυσική απλότητα και πίστη μεγάλη, τα οποία βλέπει κανείς από τα πρώτα χρόνια της πνευματικής του πορείας. Μου είχε διηγηθεί κάποτε οτι μόλις είχε γίνει Μοναχός, αρρώστησε ο Γέροντας του βαριά. Στεναχωρέθηκε φυσικά πολύ γιατί ένιωθε σαν το μικρό παιδί που κινδυνεύει να χάσει τη μάνα του, ενώ ακόμη θηλάζει. Δεν χασομεράει όμως πηγαίνει στο Ναό και με όλη την παιδική του απλότητα και ευλάβεια λέει στον Όσιο Νείλο:
- Να το ξέρεις Όσιε Νείλε, εάν δεν κάνεις αμέσως καλά τον Γέροντα μου, το κανδήλι σου θα το αφήσω σβηστό.
Ω του θαύματος! Ο Γέροντας έγινε αμέσως καλά, σηκώθηκε και πήγε και αυτός στο Ναό να ευχαριστήσει τον Άγιο και άναψε και εκείνος τα κανδήλια. Έζησε αρκετά χρόνια ο Γέροντας του και τον βοήθησε πνευματικά.
Αργότερα που έμεινε μόνος του, είχε ταλαιπωρηθεί λίγο στις αρχές, γιατί είχε επηρρεασθεί από μερικούς Μοναχούς, που είχαν λίγο αδιάκριτο ζήλο και έριξε τα κοντάρια από τις σημαίες στην Μεγίστη Λαύρα εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για τον Βασιλέα Γεώργιο Β΄ - γιατί έλεγαν οτι δήθεν είναι μασώνος - και δικάστηκε για την συκοφαντία από τις Αρχές του Κράτους με τρία χρόνια εξορία στο νησί Σπιναλόγκα για να υπηρετεί τους λεπρούς. Είχε μετανιώσει όμως γι αυτή την ενέργεια του, όπως μου έλεγε:
-Ενήργησα σαν κοσμικός, Πάτερ Παΐσιε, και όχι σαν Μοναχός. Πολύ βλάφτηκα πνευματικά το διάστημα της εξορίας, γιατί δεν μπορούσα να κάνω τα καλογερικά μου καθήκοντα. Στην επιστροφή του από την εξορία συνταξίδευε με έναν Μοναχό, ο οποίος μου έλεγε οτι ήταν ο Πατήρ Πέτρος κήρυττε μετάνοια στον κόσμο και έλεγε:
-Πρέπει να μετανοήσουμε γιατί ο ΘΕός θα μας τιμωρήσει. Θα αφήσει τους άθεους κομμουνιστάς να μας σφάξουν.
Είχε πληροφορηθεί από τον Θεό το μεγάλο κακό που μας περίμενε εξ αμαρτιών μας, τον εμφύλιο σπαραγμό, μπροστά από χρόνια.
Όταν επέστρεψε στο Άγιον Όρος από την εξορία, δεν κάθισε στον Όσιο Νείλο, γιατί είδε μεγάλη κίνηση. Περνούσαν πολλοί άνθρωποι και δεν έυρισκε ησυχία. Ήρθε στα Κατουνάκια και έμεινε σε ένα Καλύβι στην άκρη της Μικρής Αγίας Άννας. Το Καλυβάκι του δεν φαινόταν καθόλου από τον δρόμο ούτε πόρτα είχε, παρά ένα μακρύ ξύλο που το νόμιζαν για φράχτη. Οι Πατέρες γύρω του τον είχαν σε ευλάβεια γιατί ήταν όλος ευλάβεια και επειδή ήταν κοντός και αδύνατος και με παιδική απλότητα και ευαισθησία, όλοι τον φώναζαν "Πετράκη". Όταν τον έβλεπε κανείς με το λεπτό και φωτεινό του πρόσωπο να σκύβει κάτω, όταν μιλούσε πράγματι ήταν σαν ένα μικρό παιδι.
Τον παιδικό του αυτό χαρακτήρα τον διετήρησε μέχρι τα εξήντα επτά του χρόνια που ανευπάθη.
Ενώ οι Πατέρες τον πλησίαζαν για να ωφεληθούν εκείνος τους απέφευγε γιατί ντρεπόταν και κοκκίνιζε. Όταν δεν μπορούσε να ξεφύγει απαντούσε με λίγα λόγια αλλά πολύ φωτισμένα. Δυσκολευόταν να έχει επαφές με τους ανθρώπους γι αυτό κλεινόταν στο κελλί του και μιλούσε συνέχεια με τον Θεό με την αδιάλειπτη προσευχή.
Όταν πήγαιναν οι Πατέρες και χτυπούσαν δεν άνοιγε. Και όταν του άφηναν ευλογίες, τις άφηνε κι αυτές εκεί έξω, τις οποίες έβλεπαν σαπισμένες οι άλλοι, και άλλη φορά δεν του πήγαιναν τίποτα, αλλά τις πήγαιναν σε άλλους Πατέρες. Οι αδελφοί γύρω του έλεγαν στον Γέρο Πέτρο:
- Δεν κάνεις καλά που δεν δέχεσαι τις ευλογίες.
Και εκείνος απαντούσε:
-Ευλογημένε μου, δόξα τω Θεώ, εγώ έχω το αρκετό μου. Γιατί να τα στερήσω από άλλα Γεροντάκια που έχουν ανάγκη;
Με την πολλη του άσκηση ο Γέροντας είχε κόψει σχεδόν όλες τις ανθρώπινες ανάγκες και ζούσε πια σαν Άγγελος ένσαρκος και όχι τυπικά μόνο με το Σχήμα το Αγγελικό. Έκανε συνέχεια ενάτες. Έτρωγε δηλαδή μετά τον Εσπερινό ένα παξιμάδι και ασχολείτο με την ευχή και τις μετάνοιες μέρα - νύχτα. Ακόμη και στον ύπνο του έλεγε την ευχή, και όταν ξυπνούσε, συνεχιζόταν η επίλοιπη ευχή. Το μεν σώμα του, όταν πλάγιαζε λίγο, κοιμόταν, αλλά η ψυχή του γρηγορούσε και προσευχόταν. Η ευχή είχε γίνει πια αυτενέργητη και πολλές φορές μου έλεγε:
- Ακούω και Αγγελικές ψαλμωδίες τόσο πολύ γλυκιές που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου από εκείνη την ουράνια γλυκιά μελωδία.
Όλη αυτή η γλυκιά κατάσταση τον έτρεφε ψυχικά και σωματικά, γι αυτό και δεν του χρειάζονταν πολλά πράγματα για να συντηρηθεί. Τα ελάχιστα που ήθελε τα εξοικονομούσε με το εργόχειρο του, διότι έπλεκε κομποσχοίνια ή μάζευε τσάι από τον Άθωνα, που το έδινε και έπαιρνε παξιμάδι.
Εάν επέμενε κανείς να του δώσει καμιά ευλογία θα την ανταπέδιδε διπλή με ευγενικό τρόπο, με τσάι του βουνού ή κομποσχοίνια.
Παρόλο που δεν οικονομούσε τον εαυτό του, και το δέρμα του είχε κολλήσει πια στα κόκκαλα του, εν τούτοις όμως έκανε μεγάλους αγώνες πνευματικούς και στη συνέχεια, και έβλεπε κανείς ολοφάνερα την Χάρη του Θεού, που τον δυνάμωνε. Κοιλιά πια δεν έβλεπες στον Γερο Πέτρο αλλά λακκούβα. Όταν τύχαινε να ξεκουμπωθεί λίγο το στήθος του, μπορούσες να μετρήσεις τα πλευρά του, που φαίνονταν σαν βέργες από ζουλιγμένο καλάθι.
Πολλούς Ασκητάς γνώρισαν, αλλά στον Γερο Πέτρο έβλεπε κανείς κάτι το διαφορετικό. Φαινόταν μια θεϊκή γλυκύτητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Είχε γεμίσει πια η κυψέλη του η πνευματική και ξεχείλιζε το πνευματικό του μέλι.
Όταν τον ρωτούσαν "πως περνάς Γέροντα στο κελλί σου¨απαντούσε:
-Δόξα τω Θεώ, το Κελλί μου δεν το αλλάζω με όλα τα παλάτια του κόσμου, το γλυκό Κατούνι μου!
Έβγαινε συνήθως κάθε έξι μήνες από το "γλυκό Κατούνι του" (τα Κατουνάκια) και πήγαινεστα Μοναστήρια του Αγίου Όρους, για να δώσει τα εργόχειρα του και να οικονομήσει το παξιμάδι για τη μίσή χρονιά του. Καταλαβαίνετε φυσικά πόσο μεγάλο τουρβά θα είχε ο Γέροντας Πέτρος και πόσο παξιμάδι έτρωγε σε έξι μήνες, που ήταν και η συνηθισμένη του τροφή!
Κάθε έξι μήνες λοιπόν θα περνούσε και από το Μοναστήρι όπου έμενα να με ιδή. Την τελευταία φορά που ήρθε, έλειπα δυστυχώς, και αυτός περίμενε έξω από το Μοναστήρι σε μια άκρη, γιατί ντρεπόταν να μπει μέσα. Το απόγευμα τον βρήκα να με περιμένει τέσσερις ώρες και μόλις με είδε, έτρεξε επάνω μου σαν μικρό χαρούμενο παιδάκι, παρόλο που είχε τα διπλά μου χρόνια.
Πήγαμε μετά στο κελλί μου και ενώ ήθελα να τον περιποιηθώ λίγο για να τον ξεκουράσω δεν δέχτηκε και το απέφυγε με γλυκό τρόπο, για να μη με πληγώσει. Μου ζήτησε λίγο ζεστό νερό και έβαλε δύο κλωνιά τσάι που είχε μαζί του και ήπιε. Όταν επέμεινα να φάει κάτι άλλο μου είπε:
- Πάτερ Παΐσιε, συγχώρεσε με, θέλω να ετοιμασθώ για να κοινωνήσω του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτου στις 12 Ιουνίου. Εγώ ήρθα, για να σε χαιρετήσω και να συγχωρεθούμε, γιατί θα πεθάνω, γι αυτό δεν μπορώ να σε πάρω υποτακτικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου