Κυριακή 2 Μαΐου 2010
Στα Καρούλια του Αγίου Όρους
Η αγάπη του για την ησυχία και ο πόθος της ασκήσεως τον αναγκάζει ν' αναχωρήσει απ' την καλή συνοδία και να 'ρθει στον σκληρότερο τόπο του Αγίου Όρους, στα φρικτά Καρούλια. Μέσα σε μια σπηλιά παρέμεινε περίπου μια δεκαπενταετία. Η άσκηση του ήταν μεγάλη και αδιάκοπη. Έκανε πάνω από εξακόσιες μετάνοιες κάθε νύχτα. Έτρωγε μια φορά στις τρεις ημέρες και συχνά μια φορά την εβδομάδα.
Κάθε Σάββατο πήγαινε και κοινωνούσε στο ασκητήριο του Αγίου Γεωργίου, αμέσως μετά κατέβαινε πάλι στη σπηλιά του. Η σπηλιά του ήταν στα θεμέλια του Αγίου Γεωργίου και σώζεται μέχρι σήμερα.
Στον Άγιο Γεώργιο υπήρχε ένας πολύ σοφός, κατά κόσμον και κατά Θεόν, Γέροντας, τον οποίο αποκαλούσε διδάσκαλο.
Του έδινε ο διδάσκαλος του κάθε μήνα ένα βιβλίο πατερικό. Επιστρέφοντας το θα έπρεπε να του πει το περιεχόμενο του και τι κατάλαβε. Αν δεν του τα έλεγε επακριβώς δεν του το άλλαζε. Με αυτό τον τρόπο τελείωσε όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τον Μέγα Βασίλειο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο και τους λοιπούς. Ιδιαίτερα αγαπούσε τον Άγιο Συμεών.
Όταν έγινε η επιστράτευση των Ρώσων μοναχών στα 1917, είχε πάει να επισκεφτεί τη Ρωσική Σκήτη Θηβαΐδα. Οι εκεί αντιπρόσωποι όταν τον είδα εξαϋλωμένο από την άσκηση, τον ρώτησαν, που και πως ζει. Τόσο ευλαβήθηκαν τον Καρουλιώτη – σπηλαιώτη ασκητή που τον άφησαν να συνεχίσει τον αγώνα του και με τις προσευχές του να τους βοηθήσει. Επέστρεψε αμέσως στο ασκητήριο του και δόθηκε περισσότερο τώρα στην άσκηση και την προσευχή για ν' αναπληρώσει και ενισχύσει και τους μαχόμενους αδελφούς.
Από τους επτακόσιους περίπου που έφυγαν, μόνο δυο – τρεις επέστρεψαν. Ο ένας ήταν ο Γέροντας Αθανάσιος, του κελλιού του Τιμίου Σταυρού της Προβάτας, που ήταν αδελφικός φίλος του. Ο Θεός ευδόκησε να παραδώσει το πνεύμα του στα χέρια μου. Ο παπα – Τύχων μου διηγόταν πολλά γι αυτόν. Είχε πάντοτε τη νοερά προσευχή. Έλεγε την ευχή νύχτα – μέρα, τόσο ώστε την φύλαγε και όταν μιλούσε και δεν την διέκοπτε ούτε στον ύπνο του. Και τότε του ξέφευγε κι έλεγε για τον εαυτό του: “Κι εγκώ παιντί μου, όταν κοιμάμαι, καρντία λέει ευχή...” Όταν λες την ευχή, μου έλεγε, η καρδιά σου να κολλά πάνω στην ευχή. Και παρίστανε με το δάχτυλο του επάνω στον τοίχο, όπως η κόλλα δένει τα πράγματα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου